- μεταξύ
- (ΑΜ μεταξύ, Α και μετοξύ) επίρρ.1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) μεταξύ ή το μεταξύα) (τοπικά) στο μέσο, στη μέση, ανάμεσα («οὐδέ καρπὸν ἐδηλήσαντ', ἐπεὶ ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», Ομ. Ιλ.)β) ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία2. φρ. «εν τω μεταξύ», «εντωμεταξύ» — στο διάστημα που θα μεσολαβήσει ή που μεσολάβησενεοελλ.1. (με άρθρ. ως ουσ.) το μεταξύτο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί2. (με γεν.) για να δηλώσει σύγκριση ή επιλογή («μεταξύ τών δύο, ποιον προτιμάς;»)3. φρ. α) «μεταξύ δύο πυρών»i) λέγεται στις περιπτώσεις που ένα στρατιωτικό τμήμα ή άλλος πολεμικός σχηματισμός βάλλεται από δύο πλευρές ταυτόχροναii) μτφ. ανάμεσα σε δύο επικίνδυνες καταστάσειςβ) «μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον» — από δύο κακά το λιγότερο χειρότερο είναι προτιμότερογ) «βρίσκομαι μεταξύ σφύρας και άκμονος» ή «βρίσκομαι μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης» — βρίσκομαι σε δυσχερές δίλημμα, σε αδιέξοδοδ) «μεταξύ ζωής και θανάτου» ή «μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» — στο μεταίχμιο ζωής και θανάτουε) «μεταξύ μας, σας, τους»i) μόνοι, χωρίς την παρουσία άλλωνii) με εχεμύθεια ή σε ατμόσφαιρα οικειότητας ή αμοιβαίας εμπιστοσύνης («ό,τι λέχθηκε να μείνει μεταξύ μας»)στ) «μεταξύ (τών) άλλων» — εκτός από τα άλλαζ) «τα μεταξύ μας» — οι υποθέσεις που αφορούν εμάς τους δύο, οι δοσοληψίες μαςη) «τρώγονται μεταξύ τους» — φιλονικούνθ) «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» — παρενθετικά, παρεμπιπτόντωςμσν.1. (με αιτ.) ενώπιον, μπροστά2. (με γεν.) κατά τη διάρκειααρχ.1. μετά από αυτά, κατόπιν2. (με άρθρ. εν. ως ουσ.) γραμμ. το ουδέτερο γένος3. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεταξύi) τα γεγονότα που μεσολαβούνii) (για ιδιότητες) αυτά που δεν είναι ούτε κακά ούτε καλάiii) (επιρρηματικώς) στο ενδιάμεσο διάστημα, εντωμεταξύ4. φρ. α) (για βαθμό) «ὄσον τὸ μεταξύ» — πόσο μεγάλη η διαφοράβ) «αἱ μεταξύ τῶν λόγων διηγήσεις» — εξηγήσεις που παρεμβάλλονται στους λόγους.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που συνδέεται προφανώς με την πρόθ. μετά (πιθ. < μετά + ξύ(ν)].
Dictionary of Greek. 2013.